Θέλησα κάποτε να φύγω μακρυά και κάθε τι παλιό να το ξεχάσω,

ν΄αφήσω πίσω μου παρόν και παρελθόν και γι ένα αύριο καλύτερο να ψάξω.

 

Είναι στιγμές  μεσ΄ τη ζωή που προσπαθείς το παρελθόν μέσα το αύριο να θάψεις, 

μα όσο κι αν θέλεις  δεν μπορείς πολλές φορές, τις αναμνήσεις σου για πάντα να ξεχάσεις.


 ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Πριν το άστρο μου στο άπειρο να σβήσει, πριν η ανάμνηση απ΄τη σκέψη μου χαθεί, πριν ο δρόμος μου στο τέλος τερματίσει και το φως από τα μάτια μου χαθεί.

 

Θέλω λίγο τα παλιά να νοσταλγήσω, με τη σκέψη μου να πάω στο χωριό, να περάσω τα γνωστά μου τα σοκάκια, με τους φίλους μου να κάτσω να τα πιώ.

 

Θέλω λίγο την Ελλάδα να υμνήσω, να φωνάξω δυνατά όσο μπορώ: Είσαι η χώρα που έχω μέσα στην καρδία μου Είσαι η χώρα που λατρεύω κι αγαπώ.

                                        Μανώλης Πουλακάκης



Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Τον τόπο του τον άφησε εκεί που νέος ζούσε, για μια ζωή καλύτερη κάπου αλλού ζητούσε.

 

 Τους συγγενείς του άφησε, τους φίλους του, τη φύση, κι ένα πρωί ξεκίνησε να πήγε αλλού να ζήσει.

 

Στα μέρη που ταξίδεψε την τύχη του ζητούσε, μα όσο καλά κι αν πέρναγε τον τόπο του ποθούσε.

 

Πήγε στους τόπους που μικρός έπαιζε και γελούσε, όλ΄ άγνωστα του φάνηκαν , «πώς άλλαξαν;» ρωτούσε.   

                           

Μανώλης Πουλακάκης

 

Γυρισμός 

(διασκευή από το τραγούδι: Πούνε τα χρόνια;)

 

Πήγα στα μέρη κει που έπαιζα παιδί,

όλα αλλάξαν λες δεν τάχα  ξαναδεί.

 

Πούνε τα χρόνια, ωραία χρόνια,

πού είχα ζέστη μες στην καρδιά;

Που ναι οι φίλοι, πουν΄ οι γνωστοί  μου

να με ζεστάνουν στην παγωνιά;

 

Όλοι περνούνε μα αδιάφορα κοιτούν,

δε με γνωρίζουν και ποιός είμαι με ρωτούν.

 

Πούνε τα χρόνια, ωραία χρόνια,

πού είχα ζέστη μες στην καρδιά;

Που ναι οι φίλοι πουν΄ οι γνωστοί  μου

να με ζεστάνουν στην παγωνιά;

 

Στο πατρικό μου το σπιτάκι το φτωχό,

πήγα να κλάψω με παράπονο πικρό.

 

Πούνε τα χρόνια, ωραία χρόνια,

πού είχα ζέστη μες στην καρδιά;

Που ναι οι φίλοι πουν΄ οι γονείς μου

για να τους σφίξω στην αγκαλιά;

 

Κλεισμέν΄ η πόρτα και παρμένα τα κλειδιά,

έρημα όλα κι είναι άδεια κι η καρδιά.

 

Πούνε τα χρόνια, ωραία χρόνια,

πού είχα ζέστη μες στην καρδιά;

Που ναι οι φίλοι πουν΄ οι γονείς μου

για να τους σφίξω στην αγκαλιά;

 

 (διασκευή)

Μανώλης Πουλακάκης

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Χρόνια, δούλευε και ζούσε σ΄ άλλους τόπους, σ΄ άλλη χώρα, στην Ελλάδα στο χωριό του θέλησε να πάει τώρα.

 

 Πέρασε όλα τα μέρη, εκεί που έζησε μικρός, άγνωστα όλα του φανήκαν: «Άλλος τόπος είν΄ αυτός»;

 

Όλα έρημα φαινόταν σπίτια, δρόμοι και βουνά, «Όλα άλλαξαν νομίζω», ψιθυρίζει σιγανά.

 

Μια φωνή του απαντάει : «Άργησες πολύ να ρθεις. Κοίταξε και στον καθρέπτη, τη μορφή σου για να δεις.

 

Πέρασαν τα χρόνια εκείνα που εσύ τώρα μας ρωτάς, γέρασες και μ΄άλλα μάτια τώρα μας αναζητάς.

 

Ασπρομάλλης με καμπούρα, με ρυτίδες και βαρύς, εσύ φίλε έχεις αλλάξει, όχι εμείς όπως θαρρείς.   

                                                       Μανώλης Πουλακάκης

 

Το νησί μου

 

Μεγάλη είν΄η αγάπη μου,

εσένα σαν θυμάμαι,

η σκέψη μου σ΄ακολουθεί,

όπου βρεθώ και νάμαι.

,

Νησί μου όμορφο μικρό, 

έφυγα σ΄άλλη χώρα

μα όπου κι αν πάω και να ζω,

σ΄αναζητάω τώρα.

 

Περίμενε με δεν αργώ,

σε λίγο θα γυρίσω,

τα ξένα δεν με πλάνεψαν

και όλες οι ομορφιές.

 

Οι πέτρες, τα χαλάσματα,

η αλμύρα, οι αναμνήσεις,

σαν τις σειρίνες με τραβούν,

μου τραγουδούν το χθες.

 

 

                                   Μανώλης Πουλακάκης

 

ΣΥΝΝΕΦΙΑ

 

Τον ήλιο ψάχνω, που νάχει πάει; Ποια να΄ναι η χώρα που έχει κρυφτεί;

Παντού γυρίζω και αναζητάω και κάπου ελπίζω για να βρεθεί.

Σύννεφα μαύρα που τον σκεπάζουν,  τον κρύβουν τώρα χρόνους πολλούς,

άδικα ψάχνω, άδικα ελπίζω και αναζητάω παλιούς καιρούς.

 

Το νότο παίρνω και όλο ψάχνω, μια ηλιαχτίδα, σύννεφα ζεστά!

Σωστός ο δρόμος, χαλάλι ο κόπος και στην καρδιά μου ο πάγος σπα.

Τώρα τα σύννεφα φύγαν! Πού πήγαν;  Ήλιος με λούζει, ζωή, σκοπός!

Πού πήγα; πού είμαι; θα με ρωτάτε,

«Στη  χώρα εκείνη που δίνει φως».

 

Μικρή Ελλάδα, γαλάζια χώρα, όταν κοντά σου για λίγο βρεθώ,

μου δίνεις θάρρος, κουράγιο, ελπίδα και ήλιο όσο θέλω για να λουστώ.

 

  Μανώλης Πουλακάκης



Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ  ΕΛΛΗΝΑΣ  

 

Μικρή μου χώρα όμορφη στον κόσμο δοξασμένη μ' όλες τις χάρες του θεού εσύ σαι προικισμένη.

Από τα χρόνια τα παλιά η λάμψη σου φωτίζει η γνώση, η τέχνη, η ομορφιά Ελλάδα σε στολίζει.

Δε χάθηκες, δε θα χαθείς το φως σου δεν αφήνει το μάρμαρο κι αν πατηθεί η λάμψη του δε σβήνει.

 

Είμαι ο γιός σου μάνα μου, Έλληνας τ' όνομα μου στα ξένα μέρη βρίσκομαι κι εγώ και τα παιδιά μου.

Μα όσο τα χρόνια κι αν περνούν, όσο κι αλλάζει η πλάση η ξενιτειά τον έλληνα δεν θα τονε χαλάσει.

Όσο μακριά κι αν μένουμε κι αν πέφτουν τα μαλλιά μας  Έλληνες παραμένουμε κι εμείς και τα παιδιά μας.

 

  Η  ΕΛΛΑΔΑ

Ξενιτεμένο μας παιδί πάντα το φανερώνεις σε όποιο μέρος κι αν βρεθείς την αγάπη σου δηλώνεις. Όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι γέφυρες θεμελειώνεις, ξένα βουνά και θάλασσες με την Ελλάδα ενώνεις.

 Κι αν τα παιδιά σου βρίσκονται μακριά σε άλλους τόπους τα κάνεις Έλληνες σωστούς και τίμιους ανθρώπους.

 

Το έργο σας πολλές φορές κανείς δεν το κοιτάζει κι όλοι σας λέτε άδικα πως ο ιδρώτας στάζει.

Παιδιά ξενιτεμένα μας ο ίδρωτα σας αξίζει όταν βλαστούς ελληνικούς στην ξενιτειά ποτίζει.

 

Μη σας φοβίζουν οι καιροί, κακοτοπιές και μπόρες τη φλόγα μεταδόσετε σ' όλες τις γης τις χώρες.

Φλόγα που αιώνια άσβυστη φέγγει σ΄αυτούς τους τόπους φλόγα που φώτισε τη γη και όλους τους ανθρώπους.

Μη το στερείς το φως αυτό κληρονομιά σου είναι ας τους λαούς να πάρουνε ο μεταδότης γίνε.

                                                                                                                                             Μανώλης Πουλακάκης